Το παπί του, αλυσοδεμένο στην πιλοτή της οικοδομής, πήρε μπρος με την πρώτη. Το κούνησε αρχικά ν’ ακούσει αν παφλάζει η λιγοστή βενζίνη που έβαζε κάθε φορά, και κίνησε για το μαγαζί. Φαστφουντάδικο. Έκλεινε λίγες ώρες το εικοσιτετράωρο και το επόμενο χάραμα ακολουθούσε το ρητό «Το πρωινό πουλί πιάνει το σκουλήκι». Πήρε το κιβώτιο για τις παραγγελίες με τη φίρμα του μαγαζιού σ’ όλες τις πάντες και το στερέωσε στη σχάρα που είχε διαμορφώσει στο μηχανάκι του. Οι πρώτες παραγγελίες είχανε ήδη φύγει.
Φόρτωσε την παραγγελία, και με τη διεύθυνση και την απόδειξη στα δόντια, χύθηκε στον δρόμο, από τη Λένορμαν στο Περιστέρι. Χτύπησε και του ανοίξανε ν’ ανεβεί στον τρίτο. Του άνοιξε μια νέα γυναίκα με ένα κοντό νυχτικό που δεν σκέπαζε πολλά, αλλά δεν φαινότανε να τη νοιάζει. Είχε κουρασμένο βλέμμα και απαντούσε ανόρεχτα σε μια αντρική φωνή, βραχνή, βαριά, που ερχότανε από μέσα, μάλλον γεροντική. Τέλειωσε η συναλλαγή, πήρε τα λεφτά με το φιλοδώρημά του κι έφυγε. Ίσα που έπιασε το νεύμα που του έκανε η γυναίκα, αλλά δεν έδωσε σημασία.
Ο Αντώνης Κηπουρός γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1950 και μεγάλωσε στις Σέρρες. Σπούδασε Ιατρική στο Α.Π.Θ. και πήρε την ειδικότητα της ουρολογίας στο Ιπποκράτειο Γ.Ν.Θ.
Εργάστηκε ως ιδιώτης στις Σέρρες και το 1985 εντάχθηκε στο Ε.Σ.Υ., από όπου και συνταξιοδοτήθηκε το 2012, με τον βαθμό του διευθυντή, τον οποίο κατείχε για δώδεκα χρόνια.
Είναι παντρεμένος με τη Μαρία Ζαχάκη και έχει τρία παιδιά, τη Βασιλική, την Ηλέκτρα και τον Μανώλη. Με τη συγγραφή ασχολείται από τη συνταξιοδότησή του μέχρι και σήμερα.