
Το μόνο ορατό σ΄ αυτόν τον κόσμο
είναι η γυναικεία ομορφιά.
Ο Ιωάννης Π. Σκευοφύλαξ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1955 και μεγάλωσε στη Ν. Ιωνία Αττικής. Είναι Μικρασιατικής καταγωγής από τη Σμύρνη και τα Βουρλά.
Τελείωσε το εξατάξιο Γυμνάσιο του Ν. Ηρακλείου Αττικής και το 1973 έλαβε μέρος στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Το 1976 ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Σχολή Δοξιάδη, ως Αρχιτέκτων Πολεοδομικού Σχεδιασμού.
Ασχολήθηκε επαγγελματικά με τεχνικές εταιρείες, δημιουργώντας έναν όμιλο επιχειρήσεων με πολλές δραστηριότητες.
Σήμερα κατοικεί μόνιμα στις Βρυξέλλες.
Έχει αρθρογραφήσει κατά καιρούς σε εφημερίδες, περιοδικά και ιστοσελίδες.
Έργα του ιδίου:
Υπερβολές, εκδ. Πηγή, 2015
Το ιδανικό πέταγμα του Έμπι, εκδ. Πνοή, 2016
Γυμνός, εκδ. Όστρια, 2017
Τα έντεκα δάχτυλα, εκδ. Οσελότος, 2018
Η συλλογή του Ι. Σκευοφύλακα με τίτλο Στο απόσπασμα της πεζής πραγματικότητας αποτελείται από 101 μικρά κείμενα στα όρια του ποιητικού λόγου τα οποία θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως πεζοποιήματα. Ήδη ο τίτλος, μέσω της διπλής σημασίας της λέξης «απόσπασμα» που παραπέμπει τόσο σε μέρος/τμήμα κειμένου όσο και στο δυσοίωνο εκτελεστικό απόσπασμα, προϊδεάζει τον αναγνώστη για το περιεχόμενο. Το ίδιο πετυχαίνει ο τίτλος και με τον διττό συνειρμό της συνεκφοράς «πεζή πραγματικότητα». Από τη μία, δηλαδή, μας παραπέμπει στον πεζό λόγο σε αντιδιαστολή με τον έμμετρο, γεγονός που ίσως συνδέεται με τη μορφή των κειμένων, με τη φόρμα που επιλέγει ο συγγραφέας. Από την άλλη, όμως, από την άποψη του περιεχομένου, ο τίτλος μάλλον αντιδιαστέλλει μια πεζή, βαρετή, απομαγεμένη, νέτη-σκέτη πραγματικότητα με την πραγματικότητα μιας ανθρώπινης συνείδησης σε εγρήγορση, την οποία προκρίνει, επιδιώκει ή έστω αναπολεί ο συγγραφέας.
Πρόκειται, λοιπόν, για σύντομα κείμενα επαμφοτερίζοντα, που φλερτάρουν μεταξύ ποίησης και πεζού λόγου, σαν μικρά καρέ πραγματικότητας άτιτλα. Ο τίτλος του καθενός μπορεί να αποδοθεί από τον ίδιο τον αναγνώστη με την ολοκλήρωση της ανάγνωσης, καθώς εννοιολογικά το καθένα αναφέρεται σε μια θεματική που εύκολα μπορεί να συνδεθεί με την αρχική σύλληψη του συγγραφέα, συνήθως μια αρχετυπική μορφή όπως θάλασσα, γυναίκα, ή κάποιο συναίσθημα, ιδιότητα ή κατάσταση, λόγου χάριν αμφιβολία, πόλεμος ή άλλη καταστροφή, παρακμή, προσφυγιά, μνήμη, αγάπη κ.λπ.
Ως προς την ποιητική, ο Ι. Σκευοφύλαξ ακολουθεί πληθώρα συλλήψεων ή τεχνικών όπως φαίνεται από τα κείμενα, που θα μπορούσαν εντελώς αδρομερώς να ομαδοποιηθούν ως εξής: ποιήματα τα οποία στηρίζονται στην προσωποποίηση μιας αφηρημένης έννοιας π.χ. Αμφιβολία, Επιθυμία, Μοναχικότητα, Τάξη, Χάος, Υποκρισία, Πειρασμός, Φιλοδοξία. Έπειτα, ποιήματα παραβολές, αφηγήσεις, δηλαδή, που αποκαλύπτουν στο τέλος τους το όποιο νόημα. Ποιήματα, ακόμα, ορμώμενα από το βίωμα του ήρωα ή της ηρωίδας ή του ίδιου του ποιητικού υποκειμένου. Υπάρχουν επιπλέον ποιήματα στα οποία διαφαίνονται επιρροές από κάποιο πρότυπο, για παράδειγμα το καβαφικό (μη με ρωτήσεις, τίποτα άλλο δεν θυμούμαι), ή διακειμενικά ποιήματα, με αναφορά σε κάποιο πρότυπο όπως το ομηρικό (Μα πες μου εσύ, γιγάντισσα, γιατί τον Οδυσσέα της θέλεις να τον παιδεύεις, χτυπώντας τον σε κύματα, σε βράχια, σε απόνερα και σε γυναίκες όνειρα και φευγαλέες σκέψεις;).
Ενδιαφέρον έχει επίσης ο αφηγηματικός χαρακτήρας των ποιημάτων, αν και δεν παραμένει ενιαίος σε όλη τη συλλογή ή τουλάχιστον δεν δείχνει να έχει ακολουθηθεί κάποιο σχέδιο εκ προθέσεως από την πλευρά του συγγραφέα. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις αιωρήσεις ή περιπλανήσεις του ήρωα ή του ποιητή μέσα σ’ έναν απροσδιόριστο χωροχρόνο (τα κείμενα αυτά έχουν έναν αλλόκοτο φουτουριστικό τόνο):
Ήταν περίεργες οι συνθήκες κάτω από τις οποίες οραματίστηκα
όλο αυτό το φαινόμενο της αναποδιάς του χρόνου.
Ίσως να ίδρωνα περισσότερο κάτω από την πολλή ζέστη του
παγωμένου αέρα του Δεκέμβρη.
Πλησίαζε το τέλος των πεπραγμένων ενός κύκλου με νούμερο,
ενός αριθμού δηλαδή, ενός απλού αριθμού, που καθορίζει τη
βιωσιμότητά μου και τα ζωτικά μου όργανα.
Δισεκατομμύρια χρόνια τώρα η ίδια δουλειά κι εγώ δεν είχα δει
τίποτα.
Κάτι περνούσε από το μυαλό μου, αλλά δεν ήθελα να το σκέφτομαι.
Και τι θα γινόταν δηλαδή, θα άλλαζε μήπως τίποτα ή θα άλλαζα εγώ
τα δεδομένα; …
Επιπλέον, υπάρχουν αφηγήσεις-σχόλια για την τέχνη της ποίησης:
Επί της ουσίας, αφού είδα κι αποείδα πως προκοπή δε κάνω
μ’ αυτήν τη ριμάδα την ποίηση, αξιοποίησα ένα ταλέντο, που είχα
θάψει σ’ ένα πειρατικό σεντούκι, τα χρόνια των λέξεων και της
πραγματικότητας.
Το άνοιξα και βρήκα κλεμμένους θησαυρούς και κάποιες παλιές
φωτογραφίες που έκρυβα για ώρα ανάγκης.
Μια από αυτές, έγραφε από πίσω...
Έρωτας είναι να πεθαίνω
και ν’ ανασταίνεις την ψυχή μου.
Δεν θα γλιτώσω ποτέ από αυτήν τη ριμάδα την ποίηση.
Έντονος είναι ο αποφθεγματικός χαρακτήρας, με αποτέλεσμα τα κείμενα να λειτουργούν σαν οδηγίες ζωής ή υπαρξιακής επιβίωσης, με κυρίαρχο το στοιχείο της διερώτησης πάνω σε κάποιον φιλοσοφικής φύσης στοχασμό, που πρωτίστως προσπαθεί να απαντήσει στην ερώτηση: τι είναι αυτό που μένει, ποια η ουσία, το απόσταγμα της ζωής, τι θα επιβιώσει της αυταπάτης που συνήθως τρέφουμε ως ανθρώπινα πλάσματα; Ίσως, κατά τόπους, η αγωνία για τη διερώτηση να μην αφήνει χώρο στον αναγνώστη να αναδείξει το οικείο και να ταυτιστεί, ο πόνος να μην μπορεί εύκολα να συγκεκριμενοποιηθεί. Όταν αυτό όμως δεν συμβαίνει, ο Σκευοφύλαξ μας δίνει γοητευτικούς στίχους: Θέλω να νιφτώ με τα δάκρυά σου.
Ως προς τη μορφή, χρησιμοποιείται ο ελεύθερος στίχος. Σε ελάχιστες περιπτώσεις κάνει την εμφάνισή της η ρίμα, άλλοτε σποραδικά ανάμεσα στους ανομοιοκατάληκτους στίχους και άλλοτε δοσμένη με έναν ρυθμό που θυμίζει τη σύγχρονη ραπ:
Λίγο λίγο να μετράς το κρύο σε μια όψιμη αγορά γεμάτη δηλητήριο,
δυο γουλιές οινόπνευμα μήπως και ανακαλύψεις νέο ορμητήριο,
μια κουβέρτα να προσπαθεί να σε σώσει από σκέψεις κολαστήριο,
ένα τσιγάρο να ζητά φωτιά σε μιας Τετάρτης το ακροατήριο
να ζητάς βοήθεια από έναν Θεό που είναι διακοπές στο Ευχετήριο
και να σου λέει:
«έχεις κι άλλο μέχρι το αποχαιρετιστήριο
παιδέψου γιατί η ζωή είναι ένα βήμα πριν από το ησυχαστήριο
κι εσύ σκορπάς ενέργεια ακόμη και στο κοιμητήριο»…
Η γλώσσα του Ι. Σκευοφύλακα είναι καθημερινή, ώστε προσδίδει ένα στοιχείο ειλικρίνειας στα κείμενα (ειδικά στις απευθύνσεις σε β’ πρόσωπο), ενώ χρησιμοποιεί ποικίλα οχήματα όπως την επανάληψη λέξεων ή και ολόκληρων στίχων, την εναλλαγή ρυθμών με χρήση κοντών και μακροσκελών στίχων, το σχήμα κύκλου στην αρχή και στο τέλος του ποιήματος, καθώς και τμήματα ευθύ λόγου που παρεμβάλλονται στην αφήγηση. Επίσης, συχνή είναι η απροσδόκητη σύνταξη (για έναν νόμισμα δεκάδων γωνιών ή Διδαχθήκαμε ό,τι διαταχθήκαμε), επιτυχημένη τις περισσότερες φορές (με κάποιες εξαιρέσεις οπόταν ο αναγνώστης ίσως αποσπάται από τα γραφόμενα λόγω επιτήδευσης).
Εν κατακλείδι, στα δυνατά στοιχεία της συλλογής θα μπορούσαν να λογιστούν η φανερή συνθετική ευχέρεια του συγγραφέα, η ευρηματικότητα και η ειλικρίνεια ότι τα γραφόμενα απορρέουν από βαθιά συναίσθηση της ήττας, της άνευ όρων παράδοσης στην ίδια τη ζωή (οποία σκληρότερη βάσανος της ευτυχίας!). Εάν και μερικές φορές η συγκίνηση, οι συλλογισμοί και τα συναισθήματα υποδεικνύονται στον αναγνώστη και δεν αναβλύζουν από την ποιητική εικόνα, πρόκειται για μια συλλογή αξιανάγνωστη που φιλοδοξεί να θέσει τον αναγνώστη αντιμέτωπο με το εφήμερο της ύπαρξης. Ακολουθεί ένα δείγμα της ποιητικής, ένα απόσπασμα της πεζής πραγματικότητας…
Το τέλος επήλθε ανεπηρέαστα.
Η ανία μιας τριανταφυλλιάς δίχως αγκάθια.
Μια ομορφιά δίχως πόνο, δίχως αίμα, με λίπασμα ξεραμένο.
Και κάτι τριαντάφυλλα, βρε παιδί μου, σαν ήλιος που πολεμάει να
βγει από τη φωτιά του.
Ρώτησα έναν παλιό ανθοπώλη, που ήξερα πως ήτανε και κηπουρός.
«Γιατί καλέ μου άνθρωπε...
Πώς γίνεται να επιζεί και να ανθίζει μια τριανταφυλλιά χωρίς
αγκάθια;»
Με κοίταξε μάλλον ειρωνικά και μου είπε:
«Κάθε πότε την ποτίζεις;»
«Κάθε μέρα σχεδόν, καλέ μου άνθρωπε», απάντησα.
«Κάθε πότε κλαις;», με ρώτησε.
«Σχεδόν ποτέ», του απάντησα.
«Δεν βγαίνει κλάμα αν δεν σε τρυπήσει αγκάθι, άνθρωπέ μου, κι η
τριανταφυλλιά σου κλαίει κάθε μέρα.
Κλαίει δίχως δάκρυα, γιατί γνωρίζει ότι δεν την πονάς.
Σε προκαλεί με την ομορφιά της, η ψυχή της όμως είναι μαραμένη.
Τα αγκάθια είναι η ψυχή της.
Φύγε τώρα, με κούρασες.
Είσαι μωρός και άκαρδος».
- Έλσα Παντοπούλου , φιλόλογος
Νοέμβριος 2020