Αγκιστρωμένη από το παραθυράκι της σοφίτας, με τη Μπούμπη ανάμεσα στα πόδια μου, ατένιζα τα σύννεφα, έβρισκα άλογα, έβρισκα δράκους, ιππότες, λουλούδια, έρποντα πνεύματα, έβρισκα ξαπλωμένες γυναίκες γόησσες, επιτήδειες, πλανεύτρες, που με μαεστρία τείνουν το δάχτυλο και καλούν τον άντρα που ξεδιάλεξε η ψυχή τους, κι εκεί άρνηση ή αντιστάσεις δε χωρούν...