Ο Θαλής ζει μόνος σε μια σπηλιά στην κορυφή ενός όρους, χαράζει με το λεπίδι του τις εικόνες του μυαλού του στους κορμούς των δέντρων κι όταν νομίζει ότι θα ξεχάσει τη μιλιά του, κατεβαίνει με το άλογό του στον κάμπο και συναναστρέφεται με τους εργάτες γης του άρχοντα.
Μια μέρα, ψηλά από τη σπηλιά του θα δει μακριά στο πέλαγος να πλησιάζει ένα καράβι. Ο ανήσυχος νου του θα τον κάνει να τρέξει να το προφτάσει κι έτσι θα ξεκινήσει ένα ταξίδι σε τόπους άγνωστους που θα τον μαγέψουν.
Επιστρέφοντας στον τόπο του, θα έχει βρει τον έρωτα στα αμυγδαλωτά μάτια μιας γυναίκας κι ακόμα θα έχει γνωρίσει την αληθινή φιλία, που θα τον φέρει κοντά και στις βαθιές του ρίζες.