«Ο έρωτας, νέε μου και η λογική μοιάζουν με τον ήλιο και το φεγγάρι. Όταν δύει το ένα, ανατέλλει το άλλο.»
Ένας αφανής ήρωας του Β’ παγκοσμίου πολέμου εξομολογείται σε έναν νεαρό δημοσιογράφο την ιστορία της ζωής του. Μέσα από μια ιστορία αγάπης ξετυλίγονται οι σημαντικότερες πτυχές του πολέμου, το άγχος της επιβίωσης, και οι στιγμές όπου οι αποφάσεις αλλάζουν την ζωή των ανθρώπων.
«Η ιστορία επαναλαμβάνεται την πρώτη φορά σαν τραγωδία και τη δεύτερη σαν φάρσα». Άρχισα να αντιλαμβάνομαι πλέον ότι όλα όσα με πάθος έγραφα στη φυλλάδα που εργαζόμουν και όλα αυτά για τα οποία με περίσσια εμμονή μάς καθοδηγούσε ο αρχισυντάκτης δεν ήταν τίποτε άλλο παρά κείμενα μιας φάρσας – ενός ελαφριού κωμικού θεατρικού έργου, όπου το αστείο στηριζόταν στη γελοιοποίηση των ατόμων προς διασκέδαση των υπολοίπων. Τη γελοιοποίηση ενός ολόκληρου λαού για τη διασκέδαση ποιων;»
Πως μπορεί μια ιστορία αγάπης να αλλάξει την ζωή ενός ανθρώπου;
Λίγα λόγια από τον συγγραφέα...
Ξεκινώντας να χαράσσω την πορεία της ζωής μου, χρειάστηκα τα κατάλληλα εργαλεία. Τα κουμπάσα και τους χάρτες για να βγάλω τη ρότα, και τον εξάντα για να ελέγχω ότι είμαι πάνω σε αυτή. Τα πρώτα μου εφόδια στη σχολή πλοιάρχων. Για να φτάσω στο λιμάνι τ’ ουρανού έπλεα πότε με ευνοϊκό και πότε με κόντρα τον άνεμο. Αυτός με έριχνε πότε στις καταφώτιστες μεγαλουπόλεις της Αμερικής και της Αγγλίας και πότε στο πλοίο της γραμμής που με πήγαινε στη Χίο για πιο πολλά πτυχία.
Πάντα όμως δίπλα στη θάλασσα.
Χρειάστηκε και μια πράξη καταστροφής για να φτάσω σε μια πράξη δημιουργίας.
Δημιουργώ χωρίς να σκέφτομαι, εμπιστευόμενος πρώτα απ’ όλα το ένστικτό μου.
Δεν γράφω για να προσελκύσω το κοινό κι ούτε επιλέγω να στριμώξω την συγγραφή μέσα στα μίζερα καλούπια της αγοράς, έτσι είναι σαν να λες ψέματα.
Σαν να βάζεις ψεύτικο χρώμα πάνω στα πέταλα των φυτών για να προσεκλύσεις τα έντομα.
Ανήκω σε αυτούς που συνθέτουν χωρίς να γράφουν, που υπακούν στις προσταγές ενός εσωτερικού εγώ.
Σαν τα παιδιά που κρυφοκοιτάνε και ακολουθούν μια άγνωστη σκιά, που κατοικεί μέσα τους κι ας μην τη γνωρίζουν.