Για δυο βράδια δεν κοιμόταν. Ξάπλα χάζευε την παλιά μπογιά στο ταβάνι που είχε ξεφτίσει από την τελευταία φορά που το έβαψε, δεκαετίες πριν. Αλλά ούτε αυτό τον ένοιαζε, ούτε η γυμνή λάμπα που όταν άναβε προκαλούσε πονοκέφαλο, ούτε ο στραβός σοβάς που φούσκωνε ανά χρόνο σαν καρούμπαλο στον τοίχο. Τι θα γίνουν οι φορτωτές αναρωτιόταν μόνο. Ίσως τα οξυγόνα του σκραπατζή να τους έκαναν κομματάκια ή να τους άνοιγαν για να πουλήσουν εξαρτήματα, σαν εμπόριο οργάνων, ή ίσως ακόμα να τους πουλούσαν ολόκληρους σε κάποια κορόιδα που ήθελαν να κάνουν τους εργολάβους με παλιό μηχάνημα. Πόσο να το δίνουν άραγε; Έτριβε το σαγόνι και σκεφτόταν τα ποσά.
«Εκείνος ο σπαγκοραμμένος ο διευθυντής δεν θα το αφήσει να φύγει χωρίς να βγάλει κάτι» σκέφτηκε φωναχτά κι η Βασιλική γύρισε από τον ύπνο να δει τι ήταν αυτή η μουρμούρα.