Θα μπορούσε αυτή η ιστορία να είναι μόνο το παραμύθι του αφηγητή, ως μια μικρή υποσημείωση, «παρακαταθήκη» στην ιστορία του ανθρώπινου έρωτα, κάτι σαν συνδυασμός «ταπεινότητας» και ματαιοδοξίας, αλλά και σαν προσπάθεια να ζήσει ξανά, αφού ο έρωτας είναι ζωή.
Να ζήσει ξανά σε έναν ονειρικό δρόμο, μαγικό, τελείως προσωπικό, σαν ένας ζωγράφος με ουρανούς που τους διαπερνάνε χρώματα τρυφερά και ονειρικά. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος από τον ίδιο μας τον εαυτό, που είναι ριζωμένος στο φως, που αποκάλυψε στα μάτια μας τον κόσμο όταν ήμασταν μικροί. Να ζήσει ξανά, μέσα από μια χειρονομία ελεγχόμενης παιδικότητας, που εντούτοις εξομολογείται την τρυφεράδα του έρωτα, ξεκαθαρίζει τις μεριές του εαυτού του με ορεξάτες πινελιές, όπως αυτές ενός ασκούμενου πιτόρου, και χορταίνει και ο ίδιος ευχαρίστηση.
Με ένα προσωπικό λεξιλόγιο ο αφηγητής συνδυάζει μνήμες, χρώματα, νοήματα. Το ίδιο και οι συνομιλητές του, που με αυθορμητισμό και κάποια ίσως αυθαιρεσία, χρησιμοποιούν λέξεις που φανερώνουν και δίψα, αλλά και επάρκεια επικοινωνίας. Με λόγο κοσμημένο με κάθε δυνατή λέξη που μπορεί να αποδώσει την πληθώρα των συναισθημάτων και των μνημών που ταλανίζουν τους ήρωες. Υπάρχει, καμιά φορά, και μια «ασεβής» χρήση των λέξεων, μέσα στη σχετικότητα των καταστάσεων, απόδειξη της βαθιάς εσωτερικής απόχρωσης της επικοινωνίας τους και της ικανότητάς τους να αγαπήσουν. Απόλυτη ελευθερία στον λόγο λοιπόν και τόλμη, η οποία αντανακλά την απόλυτη ευτυχία των πρωταγωνιστών που παρασύρονται από τη σαρωτική δύναμη του έρωτα, και γι’ αυτόν τον λόγο περιγράφουν τις ιδιωτικές ερωτικές συναντήσεις τους με άνεση και ζωντάνια, χωρίς περιστροφές, χωρίς ενδιάμεσες παρενθέσεις, αφού στα παθήματα-μαθήματα των κορμιών τους, συμμετέχει η ψυχή τους, ως η πιο καίρια και ουσιαστική πτυχή της ένωσής τους.
Η ρευστότητα και η αστάθεια που βιώνουν οι ήρωες της ιστορίας, δημιουργούν μια ατμόσφαιρα αναπάντεχης τροπής, αφού ο Άκης, ο κεντρικός αντρικός χαρακτήρας, θα κληθεί να πληρώσει το τίμημα, να ζήσει τον έρωτα όχι μόνο ως ένα ευδαιμονικό όνειρο, αλλά και ως έναν «εφιάλτη», ως τίμημα για το πάθος του έρωτα και έως ότου οι αντιστάσεις του να καμφθούν.
Ο Άκης και η Φανή διηγούνται την ιστορία της ερωτικής τους νιότης, με εικόνες και χειρονομίες που μαρτυρούν τη συνύπαρξη της ομορφιάς και του ονείρου, της χαράς και του πόθου, αλλά συγχρόνως υποφέρουν από τους ρόλους που η ίδια η ζωή τους περιπλέκει. Θα χρειαστεί και οι ίδιοι να παλαντζάρουν ανάμεσα σε ένα κρεσέντο μιας έντονης ψυχικής ευφορίας και μιας έντονης θλίψης, να τιθασεύσουν την ανισορροπία των εμπειριών τους και να προσεγγίσουν ταχύρυθμα τη λήθη. Τότε τα μάτια τους θα λάμπουν ξανά με το φως της ευγνωμοσύνης.
Ο Γρηγόρης Ε. Παντελόγλου γεννήθηκε στη Σάμο το 1963.
Η απλή και χαμηλόφωνη ιστορία που παραθέτει εδώ, σε καμιά περίπτωση δεν ποιεί από μόνη της λογοτεχνία. Γράφτηκε στο πλαίσιο των επαγγελματικών υποχρεώσεών του, που τον έκαναν να ταξιδεύει συχνά τα τελευταία χρόνια από Αθήνα προς Θεσσαλονίκη, Βόλο, Πήλιο, Λάρισα, Τρίκαλα, Αλεξανδρούπολη, Κομοτηνή, Ξάνθη, Ναύπλιο, Καστοριά, Κοζάνη, Βέροια, Κατερίνη, και επιστροφή.
Γράφτηκε μέσα σε λεωφορεία του ΚΤΕΛ, αεροδρόμια, λιμάνια και οπουδήποτε αλλού μπορούσε να λυτρωθεί, πιθανά, η μοναξιά του γράφοντος, αλλά και μέσα σε καφέ, λόμπι ξενοδοχείων, ουζερί και μπιραρίες. Για τον λόγο αυτόν οφείλει θερμές ευχαριστίες σε όλους τους έμμεσους συντελεστές, που τον διευκόλυναν στην περιγραφή της ιστορίας του Άκη και της Φανής, μιας ιστορίας που έγραψαν οι πρωταγωνιστές της με το «θέλω» και την αθωότητα της αλληλογραφίας τους.
Τα τελευταία δεκαέξι χρόνια ο συγγραφέας εργάζεται ως διευθυντικό στέλεχος σε εταιρεία του δημοσίου, που ασχολείται με ζητήματα εργασίας και ανάπτυξης του ανθρώπινου δυναμικού. Έχει δημοσιεύσει μελέτες που άπτονται του επιστημονικού του ενδιαφέροντος, και επιπλέον έχει μελετήσει την Ιστορία του μαζικού κινήματος ανάμεσα στους δύο πολέμους, στην Κατοχή και στον Ελληνικό Εμφύλιο. Τέλος, έχει συγγράψει μικρές ιστορίες για την ψυχή και τα όνειρά της, για να ομορφαίνει πού και πού μια μικρή γωνιά της «φυλακής» του και να σκανδαλίζει με αυτόν τον τρόπο τη φαντασία του.