Πέρασε κι ο υστερνός στρατιώτης,θωρακισμένος,
ντυμένος τη βαθυπράσινη φορεσιά του διαφεντευτή.
Πίσω απ’ το –κομματιασμένο απ’ τα βόλια–πέταβρο του πλίνθου με τις αλλόκοτες αυλακιές,
δυο μάτια κοιτούσαν φλογισμένα,
τυλιγμένα στη μαντήλα.
Ψύχορμη η παιδική απαλάμηέσφιξε λατρευτικά
τη σφεντόνα του σκοτωμένου αδερφού,
όρισε το γδικιωμό
κι ορκίστηκε σιωπηλά…