Έβρεχε καταρρακτωδώς κι ένα μικρό σκυλί γάβγιζε, δεμένο σ’ έναν στύλο, στριφογυρνώντας δεξιά κι αριστερά. Σκέφτηκα πως το αφεντικό του είχε μπει σε κάποιο μαγαζί και περίμενε να σταματήσει η βροχή για να γυρίσει να το πάρει στο σπίτι του και να το δέσει στην αυλή του. Πέρασα από μπροστά του και άρχισε να μου γαβγίζει φιλικά, προσπαθώντας να έρθει τόσο κοντά μου όσο του επέτρεπε η αλυσίδα του. Καθώς γρατζουνούσε απαλά τη φούστα μου με το πόδι του κλαψουρίζοντας, ένιωσα για μια στιγμή σαν να με ήξερε καλύτερα απ’ τον καθένα σ’ αυτή την πόλη· παράξενη σκέψη.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα...