Έτσι, βρέθηκα στο υπνοδωμάτιο, δίπλα στο κρεβάτι. Έβαλαν ένα βαρύ φωτιστικό πάνω μου, που με το πέρασμα των χρόνων μου έκανε σημάδι. Έζησα ήσυχα. Αφουγκραζόμουν τη σιωπή της μέρας και τους αναστεναγμούς της νύχτας.
Φλύαρη που είναι η ησυχία μερικές φορές. Μετά το τρανζίστορ άρχισε να παίζει εκείνο το αγαπημένο βαλς κι η τούρτα αμυγδάλου με τα ενενήντα δύο κεράκια φώτισε αλλιώς το δωμάτιο.
Ξεγυμνώνει το στήθος μου κι εκείνο πετρώνει απ’ την επιθυμία. Δάκρυα σταλάζουν από τις ρώγες. Τα ρουφάει αχόρταγα και συνεχίζει. Κάθε ίχνος υφάσματος χάνεται από πάνω μου. Χέρια τρυφερά και συνάμα ατσάλινα επιδίδονται σ’ ένα ανελέητο χάδι.
Μπαίνω στο σπίτι τρέχοντας. Κλείνω την πόρτα γρήγορα. Βρέχει πολύ έξω. Κοιτάω το ρολόι του τοίχου. Οι δείκτες του γυρίζουν ασταμάτητα και μου λένε πως ο χρόνος περνά και η ζωή μου χάνεται.
Στο ψυγείο κι εγώ. Μαραμένη. Στύβω πορτοκάλια, στύβω κι όνειρα μπας κι απομείνει τίποτα για να λέω και την άλλη μέρα σήκω, ξημέρωσε. Αλλά ίντα θες; Στραγγιστήκανε κι αυτά, τα σουρωτήρια γεμίσανε μούχλα.
Ένα ελαφρύ αεράκι κάνει τις φλόγες στο τζάκι να τρεμοπαίξουν. Αλλόκοτες σκιές χορεύουν στους τοίχους. Μία όμως στέκεται ασάλευτη στο άνοιγμα του παραθύρου. Είναι εκείνος.
Κρυώνεις. Πέφτεις πάλι στο κρεβάτι και τυλίγεσαι στο σεντόνι. Το τοποθετείς δίπλα σου. Ξαπλώνεις μαζί του. Το χαϊδεύεις ακόμη μια φορά. Είναι μαύρο. Είναι απαλό. Έχει μια τίγρη πάνω του.
Σαν άρχισε να σουρουπώνει σηκώθηκε ανέκφραστη, πήρε τη Χριστίνα απ’ το χέρι και φύγανε. Στο σπίτι έβγαλε το νυφικό και το καθάρισε. Είπε της Χριστίνας ότι θα της το χαρίσει γιατί αυτή δεν θα το ξαναφορούσε.
Φεγγοβολούσε η στιγμή, έσκαγαν πυροτεχνήματα με ίδια χρώματα και το γέλιο του παππού τράνταζε την ατμόσφαιρα. Ο τσίγκινος ήχος με το γέρικο γέλιο έκαναν συγχορδία, ήταν μια μελωδία ανώτερη κι από νανούρισμα.
Η πόρτα ανοίγει. Μια γυναίκα κι ένας άντρας πλησιάζουν στο κρεβάτι. Ο Ερρίκος δεν έχει επιλογή, τρέχει και κρύβεται ανάμεσα στα καστανά μαλλιά του κοριτσιού. Μαζεύει τις κεραίες του.